- διαλύσῃς
- διαλύ̱σῃς , διαλύωloose one from anotheraor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
ώσμωση — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν, με τη βοήθεια μιας ειδικής μεμβράνης, είναι δυνατόν να διαχωριστεί ένα διάλυμα από τον διαλύτη του ή ένα αραιωμένο διάλυμα από ένα πυκνότερο. Το φαινόμενο συνίσταται στη διέλευση του διαλύτη από τη μεμβράνη κατά… … Dictionary of Greek
λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… … Dictionary of Greek
διαζύγιο — Η διάλυση του γάμου με δικαστική απόφαση. Το δ. έχει δημιουργήσει αρκετά θεωρητικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς πάνω σε αυτό συγκρούονται δύο βασικές κοινωνικές αρχές: η ατομική ελευθερία και η σταθερότητα του θεσμού του γάμου. Το καθεστώς που… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
Μπράουν, κίνηση του- — Αδιάκοπη και άτακτη κίνηση λεπτότατων, αλλά ορατών στο μικροσκόπιο, σωματιδίων, που αιωρούνται σε ένα υγρό· η ονομασία προέρχεται από τον Σκοτσέζο βοτανολόγο Ρόμπερτ Μπράουν (1773 1858), ο οποίος παρατήρησε για πρώτη φορά την κίνηση αυτή το 1827 … Dictionary of Greek
νομικό πρόσωπο — Είναι η ένωση προσώπων με σκοπό την πραγματοποίηση ορισμένου θεμιτού σκοπού ή το σύνολο περιουσίας αφιερωμένης στην εξυπηρέτηση ενός επίσης σκοπού, η οποία αποκτάει τη νομική προσωπικότητα, όταν συντρέξουν ορισμένοι όροι και τηρηθεί η διαδικασία… … Dictionary of Greek
Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek